- καυλοκοπία
- καυλο-κοπία, ἡ,A cutting of stalks, prob. in PCair.Preis.38.16 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλοκοπία — καυλοκοπία, ἡ (Α) η κοπή τού βλαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «βλαστός» + «κοπία < κόπος < κόπτω), πρβλ. αργυρο κοπία, τραχηλο κοπία] … Dictionary of Greek
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek